- φιαληφόρος
- -ον, Α1. (ως ονομασία ιέρειας τής Λοκρίδος) αυτός που φέρει φιάλη («ὑπὲρ τῆς φιαληφόρου παρ' αὐτοῑς λεγομένης τοιαύτη τις ἱστορία παρεδέδοτο», Πολ.)2. ως κύριο όν. Φιαληφόροςτίτλος κωμωδίας τού Αναξανδρίδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + -φόρος*. Το -η- τού τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.